μελετᾶτε

μελετᾶτε
μελετάω
take thought
pres imperat act 2nd pl
μελετάω
take thought
pres subj act 2nd pl
μελετάω
take thought
pres ind act 2nd pl
μελετάω
take thought
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

  • προμεριμνώ — άω, Α μεριμνώ εκ τών προτέρων («μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσετε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μεριμνῶ «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”